πεντώρυγος

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντώρῠγος Medium diacritics: πεντώρυγος Low diacritics: πεντώρυγος Capitals: ΠΕΝΤΩΡΥΓΟΣ
Transliteration A: pentṓrygos Transliteration B: pentōrygos Transliteration C: pentorygos Beta Code: pentw/rugos

English (LSJ)

πεντώρυγον, = πεντόργυιος, X.Cyn.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

πεντώρυγος: -ον, ἴδε πεντόργυιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(αττ. τ.) ο πεντόργυιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ωρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β' συνθετικό η λ. ὀργυιά].

Greek Monotonic

πεντώρυγος: -ον, Αττ. μορφή του πεντόργυιος, σε Ξεν.

Middle Liddell

πεντ-ώρυγος, ον, Attic form of πεντόργυιος, Xen.]