περίκακος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A very bad, Ptol.Tetr.68.

German (Pape)

[Seite 578] sehr schlecht, sehr unglücklich, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

περίκᾰκος: -ον, λίαν κακός, Πτολεμ. Τετράβ. 68. 16, Πρόκλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ κακός, κάκιστος.