περίκλεισμα

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A enclosed place, Sch.Lyc.615.

German (Pape)

[Seite 579] τό, das Umschlossene, Schol. Lycophr. 615.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλεισμα: τό, τόπος περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικλείω
τόπος κλεισμένος ολόγυρα, περιτείχισμα, περίφραγμα.