περικνίδιον

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

[κνῐ], τό, qume/wn perikni/dia

   A stalks or leaves of thyme, AP9.226 (Zon., dub.).

German (Pape)

[Seite 580] τό, ein Theil der Thymianstande, Diod. Zon. 6 (IX, 226), ῥικνόν genannt.

Greek (Liddell-Scott)

περικνίδιον: [κνῐ], τό, ἐν Ἀνθ. Π. 9. 26, θυμέων περικνίδια, πιθ., κλωνάρια ἢ φύλλα θύμου.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλαστός ή φύλλο του φυτού θύμος.