περικαθαρμός

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

German (Pape)

[Seite 578] ὁ, Plat. Legg. VII, 815 c, v. l. für περὶ καθαρμούς.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθαρμός: ὁ, ἁγνισμός, καθαρμός, Πλάτ. Νόμ. 815C.

Greek Monolingual

ὁ, Α περικαθαίρω
πλήρης εξαγνισμός.