εξαγνισμός
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
ο εξαγνίζω
εξιλέωση, αποκάθαρση από ηθικό παράπτωμα ή έγκλημα («εξαγνισμός του φόνου»).
Translations
purification
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: ἁγισμός, ἁγιστία, ἁγνεία, ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἀνακάθαρσις, ἀποδιϋλισμός, ἀποκάθαρσις, ἀπόπλυνσις, ἀπόρρυψις, ἀφαγνισμός, ἀφοσίωμα, ἀφοσίωσις, διύλισις, διυλισμός, ἐκκάθαρσις, ἔκνιψις, ἐξάγισις, ἐξάλειψις, ἐπικάθαρσις, καθαρισμός, κάθαρμα, καθαρμός, κάθαρσις, κόθαρσις, ὁσίωσις, περικάθαρμα, περικαθαρμός, περικάθαρσις, ῥύψις; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: purificazione; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение, пурификация; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas