περικαταρρέω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A fall in and go to ruin, Lys.30.22.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταρρέω: καταρρέω πανταχόθεν καὶ καταστρέφομαι, Λυσ. 185. 20· π. τῇ φθορᾷ Κλήμ. Ἀλ. 89.

French (Bailly abrégé)

s’écrouler de toutes parts.
Étymologie: περί, καταρρέω.

Greek Monolingual

Α
καταρρέω, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι («περικαταρρέοντες τῇ φθορᾷ», Κλήμ.Αλ.).