περικαταρρέω

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαταρρέω Medium diacritics: περικαταρρέω Low diacritics: περικαταρρέω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΡΡΕΩ
Transliteration A: perikatarréō Transliteration B: perikatarreō Transliteration C: perikatarreo Beta Code: perikatarre/w

English (LSJ)

fall in and go to ruin, Lys.30.22.

French (Bailly abrégé)

s'écrouler de toutes parts.
Étymologie: περί, καταρρέω.

German (Pape)

(ῥέω), von allen Seiten oder ringsher darum herunterfließen, übertragen, τείχη, zusammenstürzen, Lys. 30.22.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καταρρέω overal instorten.

Russian (Dvoretsky)

περικαταρρέω: низвергаться со всех сторон, обрушиваться (τὰ τείχη περικαταρρέοντα Lys.).

Greek (Liddell-Scott)

περικαταρρέω: καταρρέω πανταχόθεν καὶ καταστρέφομαι, Λυσ. 185. 20· π. τῇ φθορᾷ Κλήμ. Ἀλ. 89.

Greek Monolingual

Α
καταρρέω, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι («περικαταρρέοντες τῇ φθορᾷ», Κλήμ.Αλ.).

Greek Monotonic

περικαταρρέω: πέφτω προς τα μέσα και καταρρέω, σε Λυσ.

Middle Liddell

to fall in and go to ruin, Lys.