περικνύω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

[ῡ],

   A scratch or rub all round, Phot.

German (Pape)

[Seite 580] von allen Seiten kratzen, Phot., = περιξύω.

Greek (Liddell-Scott)

περικνύω: [ῡ], περιξύω, Φώτ.

Greek Monolingual

Μ
(κατά τον Φώτ.) ξύνω ή γρατσουνίζω κάτι από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κνύω «χτυπώ ελαφρά σαν να ξύνω»].