περιξύω
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
scrape all round, Hp. ap. Gal.19.130; scrape off or away, φλοιόν LXX Wi.13.11, cf. Gal.2.653; nibble at, ἄκροισι… στομάτεσσι δαῖτα Opp.H.3.525:—Med., scrape oneself, Diocl.Fr.141, Alex.Aphr.in Top.455.25:—Pass., Hp.Mul.2.192; περιξυομένη γῆ drilled out by a borer, Apollod.Poliorc.149.3.
German (Pape)
[Seite 584] (s. ξύω), ringsherum schaben, benagen, δαῖτα, Opp. Hal. 3, 525.
Greek (Liddell-Scott)
περιξύω: ξύνω ὁλόγυρα, Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· ἀποκόπτω διὰ τῶν ὀδόντων, «τσυμπῶ», ἄκροισι στομάτεσσι ... δαῖτι Ὀππ. Ἁλ. 3. 525· ― μετοχ. παθ. πρκμ., Ἱππ. 667. 39.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ξύνω ολόγυρα, αφαιρώ με αιχμηρό όργανο λεπτά τμήματα από μια επιφάνεια
αρχ.
κόβω με τα δόντια μου.