περίπυρον

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τό,

   A vessel for containing fire, IG11(2).203 B45,219B53 (Delos, iii B. C.), SIG996.13 (Smyrna, i A. D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
αγγείο ή δοχείο κατάλληλο για πυρωμένα κάρβουνα, το πύραυνο, το μαγκάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πυρον (< πῦρ)].