περιπεφρασμένως

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

Adv.

   A very thoughtfully, gloss on περιφραδέως, Hsch.

German (Pape)

[Seite 587] adv. part. perf. pass. von περιφράζω, sehr überlegt, überdacht, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεφρασμένως: Ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς περισκέψεως, μετὰ τέχνης, Ἡσύχ. ἐν λ. περιφραδέως.

Greek Monolingual

Α
επιρρ. (κατά τον Ησύχ.) με μεγάλη περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπεφρασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του περιφράζω].