περίλαλος

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A very talkative, Suid.s.v.κομψόν.

German (Pape)

[Seite 581] sehr schwatzhaft, Schol. Ar. Av. 195.

Greek (Liddell-Scott)

περίλαλος: -ον, ὁ σφόδρα λάλος, Σουΐδ. εν λ. κομψόν.

Greek Monolingual

-ον, Α περιλαλώ
ο υπερβολικά λάλος, πολύ φλύαρος, πολυλογάς.