περίπολις

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A street-walker, vagrant, Phryn.Com. 33.

German (Pape)

[Seite 589] durch die Städte umherirrend, -ziehend, Landstreicher, als Comödiantentruppen u. dgl., Phryn. bei Poll. 7, 203, ὦ κάπραινα καὶ περίπολις καὶ δρομάς, u. Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

περίπολις: ἡ, ἡ τὰς ὁδοὺς περιερχομένη, πλανῆτις, ἐπὶ κοινῆς πόρνης, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μούσαις» 3.

Greek Monolingual

-όλεως, ἡ, Α
αυτή που περιέρχεται τους δρόμους, πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πόλις.