περίπολις
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, street-walker, vagrant, Phryn.Com. 33.
German (Pape)
[Seite 589] durch die Städte umherirrend, -ziehend, Landstreicher, als Comödiantentruppen u. dgl., Phryn. bei Poll. 7, 203, ὦ κάπραινα καὶ περίπολις καὶ δρομάς, u. Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
περίπολις: ἡ, ἡ τὰς ὁδοὺς περιερχομένη, πλανῆτις, ἐπὶ κοινῆς πόρνης, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μούσαις» 3.
Greek Monolingual
-όλεως, ἡ, Α
αυτή που περιέρχεται τους δρόμους, πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πόλις.