περιρραντισμός

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ὁ,

   A sprinkling with water, Sm.Za.13.1.

Greek (Liddell-Scott)

περιρραντισμός: -οῦ, ὁ, τὸ περιρραντίζειν, καθαίρειν διὰ ῥαντισμοῦ, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιρραντίζω
εξαγνισμός με ραντισμό αγιάσματος.