περιοδονίκης

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

[νῑ], ου, ὁ,

   A one who gains victories in all the great games (cf. περίοδος IV. 2), IG3.809, 5(1).669, al., Ph.2.438, POxy.1643.2 (iii A. D.), D.C.63.8, al.

German (Pape)

[Seite 584] ὁ, s. ἡ περίοδος, D. Cass. 63, 8.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδονίκης: [νῑ], ου, ὁ, ἴδε ἐν λ. περίοδος IV. 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αθλητής, νικητής και στους τέσσερεις μεγάλους αγώνες της αρχαίας Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίοδος + -νίκης (< νίκη)].