περισσομελής

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ές,

   A with superfluous limbs, Heph.Astr. 1.1, Man.4.464, Vett.Val.18.33, al.

German (Pape)

[Seite 592] ές, mit überflüssigen, übermäßigen Gliedern, Maneth. 4, 464.

Greek (Liddell-Scott)

περισσομελής: -ές, ὁ ἔχων μεγάλα μέλη τοῦ σώματος, Μανέθων 4. 464.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει περιττά σωματικά μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρο-μελής].