πετάμενος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
ο πετούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του ρ. πετώ σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε -άμενος του τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουνάμενος, λεγάμενος, σερνάμενος κ.λπ.)].