πετώ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
German (Pape)
[Seite 606] ungebr. Thema, von dem einige tempp. zu πίπτω hergeleitet werden. S. auch πέτομαι.
Greek Monolingual
πετῶ, -άω, ΝΜ
1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί»)
2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.)
3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ.)
νεοελλ.
1. (για αεροπορικό ταξίδι) α) (για τον πιλότο) εκτελώ υπηρεσία, κάνω πτήση
β) (για τον επιβάτη) ταξιδεύω με αεροπλάνο («τί ώρα πετάς;»)
2. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («πετάει πολύ μακριά την πέτρα»)
3. διώχνω με βίαιο τρόπο («τον πέταξα έξω από το γραφείο μου»)
4. εκδιώκω, απολύω ή μεταθέτω δυσμενώς κάποιον («τον πέταξαν από τη θέση του»)
5. απορρίπτω κάτι, παύω να το χρησιμοποιώ ως ακατάλληλο (α. «πέταξέ το αυτό το παλιοπουκάμισο» β. «πέταξέ τα στα σκουπίδια»)
6. (για φυτά) εκβλαστάνω («η μηλιά πέταξε φύλλα»)
7. μεταφέρω κάποιον με όχημα («πέταξέ με ώς την πλατεία»)
8. φρ. α) «πετάνε τα μυαλά του» — είναι φαντασμένος ή επιπόλαιος
β) «πέταξε το πουλί» — χάθηκε η ευκαιρία, είναι αργά πια για να γίνει κάτι
γ) «πετάω έναν λόγο» — κάνω κάποιον υπαινιγμό ή λέω κάτι προσβλητικό
δ) «πετώ τα μυαλά μου στον αέρα» — αυτοκτονώ με πυροβολισμό στο κεφάλι
ε) «πετάω μπόι» — ψηλώνω
στ) «πετάει το μάτι μου» — πάλλει αιφνίδια και παρατεταμένα το βλέφαρο μου
ζ) «πετάει - πετάει» — παιχνίδι, κατά το οποίο προσπαθεί κάποιος να παρασύρει τους συμπαίκτες να σηκώσουν το χέρι για να δείξουν ότι πετούν διάφορα ζώα ή πράγματα
η) «πετάει η καρδιά μου» ή «πετάει η καρδούλα μου» — δείχνω υπερβολική ζωντάνια ή έχω ζωηρή επιθυμία να κάνω κάτι
θ) «η ομάδα πετάει» — το σύνολο τών συνεργατών σημειώνει εξαιρετική επιτυχία σε αγώνισμα ή σε εκτέλεση έργου
ι) «πετάω τα λόγια μου» ή «τις κουβέντες μου» — μιλώ άκριτα, επιπόλαια και προκαλώ κακό
ια) «του πετάω τα πράγματα έξω» — του κάνω έξωση
ιβ) «τον πετάω στον δρόμο» — του κάνω έξωση ή δεν δείχνω καμιά φροντίδα γι αυτόν, τον εγκαταλείπω ή τον απολύω από την εργασία του
ιγ) «της πέταξε τα μάτια έξω» — είχε συνουσία μαζί της με σκληρό και επώδυνο τρόπο
9. μέσ. πετιέμαι και πετιούμαι και πετάγομαι
α) πηγαίνω κάπου πολύ γρήγορα, τρέχοντας ή για λίγο μόνο (α. «πετάξου να μού φέρεις τσιγάρα» β. «θα πεταχτώ να σε δω για λίγο»)
β) σηκώνομαι από τη θέση μου απότομα («πετάχθηκε μόλις την είδε»)
γ) παρεμβαίνω άκαιρα ή με προπέτεια στη συζήτηση άλλων (α. «να μην πετιέσαι ὁταν μιλούν οι άλλοι» β. «τί πετάχθηκες στη μέση;»)
δ) υψώνομαι ή εκτοξεύομαι με ορμή (α. «το νερό πετάχθηκε ψηλά» β. «το αίμα πετάχθηκε ώς εδώ»)
10. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) πεταμένος, -η, -ο
α) ριγμένος, άχρηστος («πεταμένα χαρτιά»)
β) μάταιος, άσκοπος (α. «πεταμένοι κόποι» β. «πεταμένα λεφτά»)
11. φρ. α) «πετιέμαι στον ύπνο μου» — έχω ανήσυχο ύπνο, τινάζομαι ασυναίσθητα κατά τον ύπνο μου
β) «πετιέμαι σαν κοκοράκι» ή «σαν ραπανάκι» — παρεμβαίνω με προπέτεια στη συζήτηση άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά από < πετάσω, επέτασα (μέλλ. και αόρ. του ρ. πετάννυμι) κατά το σχήμα: γελάσω - εγέλασα - γελώ].