περίψηφος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ὁ,

   A calculator, Sch.Ar.Pl.237, Hsch. s.v. ῥυπαρός, Suid. s.v. λογισταί.

German (Pape)

[Seite 601] ὁ, Rechenmeister, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

περίψηφος: ὁ, λογιστής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 237, Σουΐδ. ἐν λέξ. λογισταί.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δάσκαλος της αριθμητικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψῆφος.