οῦ, ὁ,
A asker, inquirer, gloss on πευθήν, Sch.Luc. Phal.1.10.
[Seite 607] ὁ, Frager, Forscher, wie πευθήν (?).
ὁ, Α πεύθομαιαυτός που ζητάει να μάθει κάτι.