πετρεντινάκτης

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A shaker of rocks, of Poseidon, PMag.Par.1.183.

Spanish

golpeador de rocas

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που εκτινάσσει βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ἐντινάσσω «ρίχνω, εκσφενδονίζω»].