πηκτοειδής

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ές, Ν
1. αυτός που μοιάζει με πηκτή
2. φρ. «πηκτοειδής πυρήνας»
ανατ. το κεντρικό ζελατινοειδές τμήμα του μεσοσπονδύλιου δίσκου, που περιβάλλεται από τον ινώδη δακτύλιο.