πυρήνας

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

ο / πυρήν, -ῆνος, ΝΜΑ
το σκληρό σπέρμα τών σαρκωδών καρπών, όπως λ.χ. της ελιάς, της κερασιάς κ.ά., το κουκούτσι («πυρὴν ἐλαίης», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. ανατ. μάζα φαιάς ουσίας μέσα στη λευκή ουσία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού από την οποία εκφύονται νεύρα ή η οποία αποτελεί σταθμό για τις νευρικές οδούς (α. «αμυγδαλοειδής πυρήνας» β. «φακοειδής πυρήνας»)
2. αστρον. όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το κέντρο ενός αστέρα, όπως λ.χ. του Ηλίου, ή την κεντρική περιοχή ενός γαλαξία, όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη πυκνότητα και φωτεινότητα
3. βιολ. εξειδικευμένη δομή που υπάρχει σε όλα σχεδόν τα κύτταρα, εκτός από τα κύτταρα τών βακτηρίων και τών κυανοφυκών, και που αποτελεί σαφώς καθορισμένο σωμάτιο, σφαιρικό συνήθως, που διαχωρίζεται από το κυτταρόπλασμα με μία διπλή μεμβράνη, σωμάτιο που ελέγχει και ρυθμίζει τις δραστηριότητες του κυττάρου και περιέχει τα γονίδια, δηλαδή τις δομές που φέρουν τη γενετική πληροφορία
4. (γεωφ.) τμήμα της εσωτερικής δομής της Γης, το οποίο καθορίζεται από τη διάδοση τών εγκάρσιων σεισμικών κυμάτων, βρίσκεται κάτω από τον μανδύα και εκτείνεται από βάθος 2.900 χιλιόμετρα μέχρι το κέντρο της Γης
5. (ηλεκτρολ.) μεταλλικό στέλεχος από λεπτά φύλλα μαλακού σιδήρου μονωμένα μεταξύ τους, γύρω από το οποίο περιτυλίγονται τα πηνία τών μετασχηματιστών και τών ηλεκτρομαγνητών
6. μαθημ. η γνωστή συνάρτηση που εμφανίζεται στο ολοκλήρωμα μιας ολοκληρωτικής εξισώσεως
7. (μεταλργ.) επιμέρους μοντέλο, πρότυπο ή καλούπι, το οποίο συμπληρώνει την τελική μορφή του μοντέλου σε ένα πολύπλοκο αντικείμενο, αλλ. καρδιά
8. χημ. χαρακτηρισμός τών δακτυλίων, δηλαδή τών κλειστών αλυσίδων που απαντούν στα μόρια τών κυκλικών οργανικών ενώσεων, και κυρίως τών βενζολικών, αρωματικών, δακτυλίων
9. η πυρήνα
10. (γεωλ.-ωκεαν.) κυλινδρικό, σχεδόν, τέμαχος υποεπιφανειακού υλικού που συλλέγεται με ειδική γεώτρηση από τον βυθό θάλασσας ή λίμνης και ανασύρεται στην επιφάνεια για εξέταση
11. μτφ. α) ομάδα προσώπων ή σύνολο πραγμάτων που αποτελούν τα αρχικά και βασικά στοιχεία ενός συμβάντος, μιας οργάνωσης κ.λπ. («ο πυρήνας της συνωμοσίας»)
β) ονομασία κάθε οργανικής ομάδας πολιτικού κόμματος που δρα σε ορισμένο τομέα, όπως εργοστάσιο, πλοίο, εξυπηρετώντας τους σκοπούς του κόμματος
12. φρ. α) «ατομικός πυρήνας»
(πυρην. φυσ.) το κεντρικό τμήμα ενός ατόμου που φέρει θετικό ηλεκτρικό φορτίο και συγκεντρώνει πρακτικά το σύνολο της μάζας του, γύρω από το οποίο κινούνται τα περιφερειακά του ηλεκτρόνια
β) «πυρήνες άλατος»
(μετεωρ.) χαρακτηρισμός μικροσκοπικών τεμαχιδίων αλατιού είτε σε στερεά μορφή είτε με τη μορφή υδατικού διαλύματος, που ανευρίσκονται στον ατμοσφαιρικό αέρα
γ) «πυρήνες συμπύκνωσης»
(φυσ.-μετεωρ.) χαρακτηρισμός μικροσκοπικών τεμαχιδίων ποικίλων υλικών, η παρουσία τών οποίων σε μια μάζα υπόψυκτου νερού είναι δυνατό να ενεργοποιήσει τον σχηματισμό γύρω τους κρυστάλλων πάγου
δ) «πυρήνες συμπύκνωσης»
(μετεωρ.) χαρακτηρισμός μικροσκοπικών τεμαχιδίων αιωρούμενων στην ατμόσφαιρα, τα οποία έχουν την ιδιότητα να υποβοηθούν τη συμπύκνωση τών υδρατμών
αρχ.
1. (για τους κώνους του πεύκου) ψίχα, κάρυο
2. τα σκληρά οστά τών ψαριών
3. κόκκος θυμιάματος
4. είδος αρωματικού φυτού
5. στρογγυλή κεφαλή καθετήρα
6. το φυτό κράταιγος
7. οδοντοειδής απόφυση του τραχήλου
8. εξόγκωμα στο γένειο ζώου («ὑπὸ δὲ τῷ γενείῳ πυρῆνα ἴσχειν», Στράβ.)
9. ονομασία πολύτιμου λίθου που χρησίμευε ως προσφορά σε θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + επίθημα -ήν, -ῆνος (πρβλ. ηλακατήν, λεσχήν)].