και πιλαλώ, -άω, Ντρέχω πολύ γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα του ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ' άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ' όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω.