πῆδος

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, od. ἡ, angeblich eine Baumart, s. Vor.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
μεγάλο πήδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηδώ].———————— (II)
ὁ, Α
βλ. πηδός.