πήδημα
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
πηδήματος, τό,
A leap, bound, A. Pers.95,305, S.Aj.833, E.Andr.1139, etc., cf. πηδάω 1; leaping up in admiration, of an audience, Plu.2.41c(pl.).
II beating or throbbing of the heart, τὸ μέλλον καρδία πήδημ' ἔχει E.Ba.1288; ῐσχεσθαι καρδίαν πηδήματος Plu.2.83b.
German (Pape)
[Seite 609] τό, der Sprung; πήδ. κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο, Aesch. Pers. 297; πήδημ' ὀρούσας, Ag. 800; Soph. Ai. 820; πήδημ' εἰς Ἅιδου πικρόν, Eur. Hipp. 829; der Schlag des Herzens, der Adern, das Herzklopfen, ὡς τὸ μέλλον καρδία πήδημ' ἔχει, Eur. El. 861; u. in späterer Prosa, wie Luc. de salt. 34, Plut. u. A.
French (Bailly abrégé)
πηδήματος (τό) :
1 bond, saut;
2 battement du cœur, pulsation, palpitation.
Étymologie: πηδάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήδημα πηδήματος, τό [πηδάω] sprong. het kloppen, het bonzen (van het hart).
Russian (Dvoretsky)
πήδημα: πηδήματος τό
1 прыжок, скачок Trag., Plut.;
2 толчок, биение (πηδήματα καρδίας Plut.): τὸ μέλλον καρδία π. ἔχει Eur. сердце трепещет в ожидании предстоящего.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πηδώ
1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα
2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» — αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου
νεοελλ.
η συνουσία, η όχευση
αρχ.
1. αναπήδηση, ανασκίρτηση
2. παλμός της καρδιάς.
Greek Monotonic
πήδημα: πηδήματος, τό,
I. πήδημα, σκίρτημα, άλμα, σε Τραγ.
II. χτύπημα ή παλμός της καρδιάς, τὸ μέλλον καρδία πήδημ' ἔχει, δηλ. χτυπά, πάλλεται με φοβερά προαισθήματα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πήδημα: τό, τὸ πηδᾶν, σκίρτημα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 95, 305, Σοφ. Αἴ. 833, Εὐρ. Ἀνδρ. 1139, κτλ.· ἴδε ἐν λ. πηδάω Ι· ― ἀναπήδησις ἐν θαυμασμῷ, Πλούτ. 2. 41C. ΙΙ. κτύπημα, παλμὸς τῆς καρδίας, τὸ μέλλον καρδία πήδημ’ ἔχει, δηλ. πάλλεται μὲ φοβερὰ προαισθήματα, Εὐρ. Βάκχ. 1289· ἴσχειν καρδίαν πηδήματος Πλούτ. 2. 83Β.
Middle Liddell
πήδημα, πηδήματος, τό, [from πηδάω
I. a leap, bound, Trag.
II. a beating or throbbing of the heart, τὸ μέλλον καρδία πήδημ' ἔχει, i. e. beats with fearful presage, Eur.
English (Woodhouse)
jump, leap, spring, throb, of the heart
Translations
leap
Azerbaijani: sıçrayış; Bulgarian: скок; Catalan: salt; Czech: skok; Danish: spring, hop; Dutch: sprong; Finnish: hyppy, loikka; French: saut, bond; Galician: salto, pincho, chimpo, pulo; German: Sprung, Satz; Greek: άλμα, πήδημα; Ancient Greek: ἅλμα, ἅλσις, ἀνάρρηγμα, ἀφαλμός, δίαλμα, ἐκπήδημα, ἐκπήδησις, ἔξαλμα, ἔξαλσις, πήδημα, σκιρτηθμός, σκίρτημα; Indonesian: lompatan; Ingrian: hyppy; Irish: léim f2; Italian: salto; Japanese: 跳躍; Latin: saltus; Old English: hlīep; Plautdietsch: Sprunk; Polish: skok inan, sus inan; Portuguese: salto; Romanian: săltare, salt; Russian: скачок, прыжок; Scottish Gaelic: leum; Spanish: salto; Swedish: hopp, språng; Vietnamese: bước nhảy, sự nhảy, việc nhảy
jump
Arabic: قَفْزَة; Hijazi Arabic: نَطَّة; Armenian: ցատկ; Assamese: জাঁপ, লাফ, ওফৰ, ছিটিক; Asturian: saltu, blincu; Basque: jauzi, salto; Bulgarian: скок; Catalan: salt; Chinese Mandarin: 跳; Corsican: saltu; Czech: skok; Danish: spring, hop; Dutch: sprong; Esperanto: salto; Estonian: hüpe; Finnish: hyppy, loikka; French: saut; Friulian: salt; Galician: salto, brinco, chimpo, pulo, pincho; Georgian: ნახტომი; German: Sprung; Alemannic German: Gump; Greek: άλμα, αναπήδηση; Ancient Greek: ἅλμα, ἅλσις, ἀνάρρηγμα, ἀφαλμός, δίαλμα, ἐκπήδημα, ἐκπήδησις, ἔξαλμα, ἔξαλσις, πήδημα, σκιρτηθμός, σκίρτημα; Hebrew: קפיצה; Icelandic: stökk; Ingrian: hyppy; Italian: salto; Japanese: 跳躍, ジャンプ; Kazakh: секіріс; Korean: 도약, 점프; Kurdish Central Kurdish: باز; Kyrgyz: секирик; Latin: saltus; Latvian: lēciens; Lithuanian: šuolis; Lombard: salt; Macedonian: скок; Maltese: qabża; Norwegian: hopp, sprang; Occitan: saut; Old English: hlīep; Persian: بپر; Plautdietsch: Sprunk; Polish: skok inan; Portuguese: salto, pulo; Quechua: phinkiy; Russian: прыжок, скачок; Sami Skolt Sami: njoikk; Scottish Gaelic: leum; Serbo-Croatian Cyrillic: скок; Roman: skok; Sicilian: sàutu, satu, sàvutu; Slovene: skok; Sorbian Lower Sorbian: skok; Spanish: salto; Swedish: hopp; Ukrainian: стрибок; Venetian: salt, salto; Walloon: potchaedje, hope, såtlaedje, zouplaedje; Welsh: naid; Yiddish: שפּרונג