πιδακῖτις

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (πῖδαξ)

   A growing at or about a spring, βοτάναι Hp.Ep.16.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, am Quell wachsend, von der Quelle kommend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκῖτις: -ιδος, ἡ, (πῖδαξ) ὁ πλησίον τοῦ πίδακος, παρὰ τὴν πηγὴν φυόμενος, βοτάναι Ἱππ. Ἐπιστ. 1278. 12.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
(για φυτό) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει κοντά σε πηγή («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. καλαμ-ίτις)].