το, Νάκλ.1. (στη γλώσσα τών νηπίων) το αιδοίο του βρέφους και, ιδίως, του κοριτσιού2. συνεκδ. η ούρηση ή τα ούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της βρεφικής ηλικίας (πρβλ. γαλλ. pipi)].