πιστάκι

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / πιστάκιον, ΝΜΑ, και τ. πληθ. φιττάκια και ψιττάκια ΜΑ, και βιοτάκιον και τ. πληθ. φιστάκια Α
ο καρπός του φυτού πιστακία, το φιστίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιστάκη. Οι τ. φιττάκιον, ψιττάκιον και βιστάκιον αποτελούν διαφορετικές γρφ. του πιστάκιον].