φιστίκι
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
Greek Monolingual
και εσφ. τ. φυστίκι, το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του καρπού και του εδώδιμου σπέρματος της φιστικιάς
2. φρ. α) «φιστίκι Αιγίνης»
βοτ. ο καρπός και το εδώδιμο σπέρμα της αιγινίτικης ποικιλίας του παραπάνω δένδρου
β) «αράπικο φιστίκι»
βοτ. ο καρπός της αραχίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fistik < πιστάκιον, υποκορ. του αρχ. πιστάκη, δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης].