πισσηρός

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν,

   A = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.

German (Pape)

[Seite 619] = πισσήεις, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πισσηρός: -ά, -όν, = πισσήεις, Γαλην.

Greek Monolingual

-ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά
(ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].