πηνήκη

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ἡ,

   A false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distd. from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, s. πηνίκη.

Greek (Liddell-Scott)

πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].