περούκα

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

και περρούκα, η, Ν
πρόσθετη, τεχνητή κόμη από φυσικές ή φυτικές ίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. perrucca < παλαιότερο αμάρτυρο pilucca < λατ. pilus «κόμη»].