πιτύουσα

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πιτυοῡσσα, ἡ, Α πίτυς
1. (μόνο στον τ. πιτύουσα) το φυτό ευφόρβιο
2. ως κύριο όν. Πιτυοῡσσα προσωνυμία πολλών αρχαίων πόλεων, όπως λ·χ. της Μιλήτου, της Φασήλιδος, της Λαμψάκου κ.ά., ή νησιών, όπως λ.χ. της Χίου, τών Σπετσών, της Σαλαμίνας κ.ά., που υποδήλωνε ότι οι τόποι αυτοί ήταν πευκόφυτοι
3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Πιτυοῡσσαι
δύο νησιά κοντά στην ανατολική ακτή της Ισπανίας, η Έβουσος και η Οφιούσα.