ακτή

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκτή) (Ν και αχτή)
ζώνη επαφής μεταξύ της ξηράς, του αέρα και της θάλασσας, παραλία, ακροθαλασσιά
αρχ.
1. ακρωτήριο
2. (για ποταμό) απόκρημνη όχθη
3. τμήμα γης που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα, χερσόνησος
4. άκρη, κορυφή κάθε χωμάτινου ή αμμώδους σωρού που μοιάζει με παραλία
5. φρ. «ἀκταί, προβλῆτες», αντίθ. του λιμήν
«βώμιος ἀκτή», βωμός, θυσιαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ποιητική κυρίως λέξη, γι' αυτό και η χρήση της στην αττική πεζογραφία είναι περιορισμένη. Χρησιμοποιείται συνήθως στον Όμηρο, στους τραγικούς και στον Ηρόδοτο. Χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ως γεωγραφικός όρος («ακρωτήριο-χερσόνησος»). Αρχικά η λ. σήμαινε την «απότομη, βραχώδη άκρη (της θάλασσας)» (πρβλ. και τα επίθ. προύχουσα, τρηχεῖα, ὑψηλή που χαρακτηρίζουν τη λ. στον Όμηρο), σημ. που διατηρήθηκε και μετέπειταπροεξοχή, άκρη, γωνιά»). Ετυμολογικά σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η σχέση της λ. με τη ρίζα άκ- «αιχμηρός, μυτερός» (βλ. λ. ακ-), ενώ η παλαιότερη, παρετυμολογική περισσότερο, συσχέτιση της λ. με το ρ. (F) ἄγνυμι (ακτή, το μέρος όπου σπάζουν τα κύματα της θάλασσας) έχει πλέον παραμεριστεί και για τον βασικό λόγο ότι η λ. ακτή δεν είχε ποτέ δίγαμμα (F).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκτάζω, ἀκταῖος, ἄκτιος, ἀκτίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκταιωρός
νεοελλ.
ακτογραμμή, ακτόδρομος, ακτοπλοΐα, ακτοπλοώ, ακτοφρουρά, ακτοφρουρός].
(II)
ἀκτή, η (Α)
1. ποιητική λέξη για τα δημητριακά και ειδικότερα το σιτάρι ή το χοντροαλεσμένο σιτάρι
2. σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη άγνωστης ετυμολ. προέλευσης. Η σχέση της με το σανσκρ. aśnati «τρώω» είναι αμφίβολη. Πρόκειται για αρχαία λ. που διασώθηκε λόγω της συνδέσεως της με τη λατρεία της «τροφού Δήμητρας». Από τις ομηρικές φράσεις όπου απαντά (πρβλ. Δημήτερος ἀκτήν, ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτήν, ἀλφίτου ἀκτή) είναι φανερό πως η λ. ακτή δεν σήμαινε «αλεύρι», εφόσον είχε ως συμπλήρωμα τη λ. ἄλφιτον «κριθάρι». Ακόμη στον Ησίοδο η λ. συσχετίστηκε με το αλώνισμα, ενώ στον Ησύχιο η λ. ἀκτή ερμηνεύεται ως «τροφή»].
(III)
ἀκτῆ, η (Α)
συνηρημένος τύπος της λέξης ἀκτέα.