πλακωτή

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ἡ, a form of καδμεία (cf.

   A πλακίτης 11), Dsc.5.74.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλακώ
είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῑτις.