πλάτων

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

bronze

   A ladle for separating whey from curds, Hsch.

Greek Monolingual

Α (κατά τον Ησύχ.) χάλκινη κουτάλα με την οποία διαχώριζαν το τυρόγαλο από το τυρόπηγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύς + επίθημα -ων (πρβλ. γλίσχρ-ων)].