κουτάλα
From LSJ
η
1. μεγάλο κουτάλι
2. κοινή ονομασία της ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι με τον κορμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. 1.< κουτάλι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. καλύβ-α, κεφάλα)
με τη 2. σημ. η λ. προέρχεται πιθ. από το ουσ. σκυτάλη ή, κατ' άλλους, από το λατ. scutum «ασπίδα»].