πλατυπρόσωπος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A flat-faced, PGrenf.1.27(2).8 (ii B.C.), Peripl. M.Rubr.65, Arist.Mir.832b2, Ael.NA15.26.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Angesicht, Ael. H. A. 15, 26.

Greek (Liddell-Scott)

πλατυπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ πρόσωπον, Ἀριθ. π. Θαυμ. 28, Αἰλ. π. Ζ. 15, 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large face.
Étymologie: πλατύς, πρόσωπον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατυπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πλατύ πρόσωπο, φαρδυπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πρόσωπον.