πλατυπρόσωπος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτυπρόσωπος Medium diacritics: πλατυπρόσωπος Low diacritics: πλατυπρόσωπος Capitals: ΠΛΑΤΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: platyprósōpos Transliteration B: platyprosōpos Transliteration C: platyprosopos Beta Code: platupro/swpos

English (LSJ)

πλατυπρόσωπον, flat-faced, PGrenf.1.27(2).8 (ii B.C.), Peripl. M.Rubr.65, Arist.Mir.832b2, Ael.NA15.26.

German (Pape)

[Seite 627] mit breitem Angesicht, Ael. H. A. 15, 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à large face.
Étymologie: πλατύς, πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτυπρόσωπος: широколицый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πλατυπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ πρόσωπον, Ἀριθ. π. Θαυμ. 28, Αἰλ. π. Ζ. 15, 26.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατυπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πλατύ πρόσωπο, φαρδυπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πρόσωπον.