πλευρόνηκτος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο Ζωολ.
γένος πλευρονηκτοειδών ψαριών που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleuronectes < πλευρά + αρχ. νηκτός (< νήχω «κολυμπώ»)].