πληθοποιός

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

όν,

   A creating plurality, Procl.in Prm.p.592 S., Dam.Pr.33.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
αυτός που πληθαίνει κάτι, που το κάνει να αυξηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ποιός].