πλήγωμα

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(κυριολ. και μτφ.) η ενέργεια κα το αποτέλεσμα του πληγώνω, τραυματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].