ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
πληγῶ, -όω, ΝΜΑ πληγή
1. προκαλώ πληγή σε κάποιον, τραυματίζω
2. μτφ. προσβάλλω, στενοχωρώ πολύ κάποιον.