τό, = sq., POxy.602 (ii A.D.), Ps.-Callisth.1.3, dub. in PGiss.11.6 (ii A.D.).
πλοιαρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πλοῖον, πλοιάριον, Ψευδοκαλλισθ. Αϳ, 3, ἐν σημειώσει ὡς διάφ. γραφ. τοῦ πλοῖον, Γϳ, 17.
τὸ, Α πλοιάριονμικρό πλοιάριο.