πνευματοεργός

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

German (Pape)

[Seite 640] den Geist hervorbringend, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πνευματοεργός: -όν, ὁ δημιουργὸς τοῦ πνεύματος, τῆς ζωῆς ἢ τῶν πνευμάτων, Συνεσ. Ὕμν. 3. 169.

Greek Monolingual

-όν, Α
δημιουργός του πνεύματος, της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -εργος (< ἔργον) πρβλ. αρματό-εργος].