πλωτίς

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, perh.

   A life-belt or float, Demetr. in Cat.Cod.Astr.8(3).98 (pl.).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. ζώνη ασφαλείας για κολυμβητές, σωσίβιο
2. σχεδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα -τίς (πρβλ. στεφανω-τίς)].