σχεδία
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
Ion. σχεδίη, ἡ,
A raft, float, ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Od.5.33, cf. 174, PLille 25.4 (iii B.C.), PTeb.701.152,318 (iii B.C.); ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας Pl.Phd. 85d; ἐπὶ σχεδιῶν Th.6.2; σ. διφθέριναι rafts of hides, X.An.2.4.28: poet., boat, ship, E.Hec.111 (anap.), Theoc.16.41.
2 bridge of boats or pontoons, of the bridge of Darius, Epigr. ap. Hdt. 4.88, cf. 97, al.; so λινοδέσμῳ σ. πορθμὸν ἀμείψας A.Pers.68 (lyr.), cf. Marm.Par.66.
3 frame, σ. ὑπότροχος a frame on wheels for moving anything upon, Ath.Mech.10.1.
II cramp, holdfast, Ph.Byz.Mir.4.2. (In signf. 1 the word is prob. fem. of σχέδιος (sc. ναῦς or γέφυρα), something knocked up off-hand: signf. ΙΙ must be connected with σχεῖν, cf. σχεδόν.)
German (Pape)
[Seite 1053] ἡ, ion. σχεδίη (vgl. σχέδιος), ein leichtgebau'tes Schiff, Floß, Flöße, öfters in der Od. im 5. Buch; Eur. Hec. 113; διφθερῶν, ein aus Schläuchen schnell und leicht zusammengefügtes Floß, Xen. An. 2, 4, 28; – eine leicht gebau'te, fliegende Brücke, Her. 4, 88. 97. 8, 107 u. sonst; σχ. λινόδεσμος Aesch. Pers. 69, von Xerxes' Brücke. – Übh. ein leicht gezimmertes Gerüst, Gestell, ὑπότροχος, auf Rädern, um Etwas fortzubringen, Mathem. vett. – Band, Klammer, Philo u. a. Sp. (in dieser Bdtg von ἔχω).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
toute construction légère et faite à la hâte, particul. :
1 radeau ; p. ext. embarcation, navire;
2 pont volant.
Étymologie: σχέδιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχεδία -ας, ἡ [~ σχέδον] vlot:; ἐπὶ σχεδίαις διφθερίναις op vlotten van huiden gemaakt Xen. An. 2.4.28; schipbrug; Hdt. 4.97.1; poët. vaartuig. τὰς ποντοπόρους δ’ ἔσχε σχεδίας hij hield de schepen die de zee opvoeren tegen Eur. Hec. 111.
Russian (Dvoretsky)
σχεδία: ион. σχεδίη ἡ
1 плот Hom. etc.: σ. διφθερίνη Xen. кожаный плот (т. е. из надутых мехов);
2 понтонный мост, понтон Aesch., Her.;
3 судно, ладья Eur., Theocr.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχεδίη Α
πρόχειρο και αυτοσχέδιο πλωτό μέσο κατασκευασμένο από ξύλο, ιδίως από κορμούς δένδρων συνδεδεμένων μεταξύ τους
νεοελλ.
ειδικό τετράγωνο σκάφος χωρίς καρίνα, σάλι
αρχ.
1. (ποιητ.) πλοίο, ιδίως μικρού μεγέθους
2. πλωτή, πρόχειρα κατασκευασμένη γέφυρα από πλοιάρια ή σχεδίες
3. ελαφρό ικρίωμα
4. άγκιστρο
5. φρ. «σχεδία υπότροχος» — πλατύ ξύλινο κατασκεύασμα με τροχούς κατάλληλο για τη μετακίνηση αντικειμένων Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχεδία έχει προέλθει είτε από το θηλ. του επιθ. σχέδιος «πρόχειρος», σε φρ. όπως σχεδία ναῦς, σχεδία γέφυρα, οπότε ερμηνεύεται η σημ. «αυτοσχέδια, πρόχειρη κατασκευή» της λ., είτε από το θ. σχ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ἔχω (< ρίζα segh- «κρατώ, συγκρατώ») μέσω του επιρρ. σχεδόν με κατάλ. -ία (πρβλ. κλισία, οἰκία), οπότε ερμηνεύονται οι σημ. «αγκίστρι» και «συναρμογή ξύλων» (βλ. και λ. σχεδόν)].
Greek Monotonic
σχεδία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. σχεδία, κατασκευασμένο πρόχειρα πλοιάριο (πρβλ. σχέδιος II), σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· γενικά, βάρκα, πλοίο, σε Ευρ., Θεόκρ.
2. πλωτή γέφυρα που αποτελείται από σχεδίες ή πλοία, λέγεται για τη γέφυρα του Ξέρξη στον Ελλήσποντο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, προχείρως κατασκευασθὲν πλοῖον, Τουρκ. «σάλι», ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου Ὀδ. Ε. 33, 174, πρβλ. 177· ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας Πλάτ. Φαίδων 85D· ἐπὶ σχεδιῶν Θουκ. 6. 2· σχ. διφθερίνη, σχεδία ἐκ δερμάτων, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28· ποιητ., πλοῖον, τὰς ποντοπόρους ἔσχε σχεδίας Εὐρ. Ἑκ. 113, Θεόκρ. 16. 41. 2) ἐλαφρὰ στρατιωτικὴ γέφυρα, γέφυρα ἐκ πλοῖων ἢ σχεδιῶν, πλωτὴ γέφυρα, ἐπὶ τῆς γέφυρας τοῦ Ξέρξου Ἡρόδ. 4. 88, 97 κ. ἀλλ.· οὕτω, λινοδέσμῳ σχ. πορθμὸν, ἀμείψας Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, πρβλ. Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 66. 3) ἐλαφρὸν ἰκρίωμα, σχ. ὑπότροχος, ξύλινον κατασκεύασμα μετὰ τροχῶν πρὸς μετακίνησιν πραγμάτων, Ἀρχ. Μαθ. σ. 3. ΙΙ. σιδήριον ἑκατέρωθεν κεκαλυμμένον πρὸς συγκράτησιν ξύλων κτλ., «τζινέτι», Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμ. 4. (Ἐπὶ τῆς σημασ. Ι ἡ λέξις εἶναι πιθανῶς θηλ. τοῦ σχέδιος (ἐξυπακουομ. τοῦ ναῦς ἢ γέφυρα), πρᾶγμα ἐκ τοῦ προχείρου κατεσκευασμένον· ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ σχέδη, φύλλον, πινάκιον. Ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ δέον νὰ σχετίζηται πρὸς τὸ σχεῖν, ἀπαρ. ἀορ. β΄ τοῦ ἔχω, κρατῶ, πρβλ. σχεδόν).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: 1. raft (Od., Att., hell. pap.), pontoon-bridge (Hdt., A. in lyr.), frame (Ath. Mech.). 2. cramp, clip (Ph. Byz.).
Other forms: ion. -ίη
Compounds: As 1. member in σχεδι-ουργός m. raft-builder (Them.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Attractive proposal by Bq s.v.: substantiv. of an adj. σχεδία (ναῦς, γέφυρα), f. from σχέδιος (s. σχεδόν), if not rather an abstract-(collective-)formation in -ία from σχεδόν (cf. κλισία, οἰκία, ἑστία) "*unprepared formation, improvisation". But the semantics is not convinving. Not with Curtius a.o. (s. Scheller Oxytonierung 62) from σχέδη, which, if at all authentic, is a loan from Lat. scheda (s. σχίζω). -- In the sense of clamp, clasp in Ph. Byz. σχεδία can be understood as a deliberate transformation of the old word on the basis of a direct connection with σχεῖν hold (Scheller l.c.).
Middle Liddell
σχεδία, ἡ,
1. a raft, float (such as was made off-hand, cf. σχέδιος II), Od., Thuc.; generally, a boat, ship, Eur., Theocr.
2. a bridge of boats, of the bridge of Xerxes, Hdt., Aesch.
Frisk Etymology German
σχεδία: {skhedía}
Forms: ion. -ίη
Grammar: f.
Meaning: 1. Floß (Od., att., hell. Pap.), Pontonbrücke (Hdt., A. in lyr.), Gerüst (Ath. Mech.). 2. Krampe, Klammer (Ph. Byz.).
Composita: Als Vorderglied in σχεδιουργός m. Floßbauer (Them.).
Etymology: Ansprechende Vermutung von Bq s.v.: Substantivierung eines Adj. σχεδία (ναῦς, γέφυρα), f. von σχέδιος (s. σχεδόν), wenn nicht vielmehr eine Abstrakt-(Kollektiv-)bildung auf -ία von σχεδόν (vgl. κλισία, οἰκία, ἑστία) "*Stegreifbau, Improvisation". Nicht mit Curtius u.a. (s. Scheller Oxytonierung 62) von σχέδη, das, wenn überhaupt authentisch, aus lat. scheda entlehnt ist (s. σχίζω). —Im Sinn von Krampe, Klammer bei Ph. Byz. läßt sich σχεδία als eine bewußte Umdeutung des alten Wortes an Hand einer direkten Anknüpfung an σχεῖν halten verstehen (Scheller a. O.).
Page 2,837
Mantoulidis Etymological
(=πρόχειρη βάρκα). Ἀπό τό σχέδιος (=κοντινός, πρόχειρος) πού παράγεται ἀπό τό σχεδόν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.